πτερυγοειδεῖς

πτερυγοειδεῖς
πτερυγοειδής
like a wing
masc/fem acc pl
πτερυγοειδής
like a wing
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πτερυγοειδής — ες, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με πτέρυγα, που έχει σχήμα φτερού (α. «πτερυγοειδής απόφυση» β. «πτερυγοειδῆ νεῡρα», Γαλ.) νεοελλ. 1. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχέση με το σφηνοειδές οστό τής βάσης τού κρανίου (α.… …   Dictionary of Greek

  • διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • πτερυγοϋπερώιος — α, ο, Ν 1. ανατ. ο σχετικός με τις πτερυγοειδείς αποφύσεις τού σφηνοειδούς οστού και με την υπερώα 2. φρ. «πτερυγοϋπερώιος πόρος» πόρος διά μέσου τού οποίου πορεύεται ο δεύτερος κλάδος τού τριδύμου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σφηνοειδές — (Ανατ.). Οστό του κρανίου. Είναι σφηνωμένο στη μέση των άλλων οστών της βάσης του κρανίου, μπροστά από το ινιακό και πίσω από το ηθμοειδές. Το οστό αυτό συμμετέχει στο σχηματισμό των ρινικών κοιλοτήτων, των οφθαλμικών κογχών και των ζυγωματικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”